διπλιάζω

διπλιάζω
κάνω δίπλες, τσακίζω στα δύο, δημιουργώ πτυχές: Διπλιάζω το χαρτί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διπλιάζω — [διπλός] 1. διπλασιάζω 2. διπλασιάζομαι, γίνομαι διπλάσιος, διπλός 3. κάνω ζάρες, τσακίσεις 4. διπλώνομαι, ζαρώνω …   Dictionary of Greek

  • αδίπλιαστος — η, ο [διπλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει δίπλες, πτυχές, ο απτύχωτος 2. αδιπλασίαστος, μονός …   Dictionary of Greek

  • δίπλιασμα — το [διπλιάζω] 1. διπλασιασμός 2. δίπλωμα, τσάκισμα …   Dictionary of Greek

  • διπλάζω — και διπλιάζω (AM διπλάζω) διπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος συντετμημένος τ. τού διπλασιάζω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”